παρεισέδυ

παρεισέδυ
παρεισέδῡ , παρά-εἰσδύνω
get
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρεισέδυσαν — παρεισέδῡσαν , παρά , εἰσ δύω 1 aor ind act 3rd pl παρεισέδῡσαν , παρά εἰσδύνω get aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεισδύω — ΝΜΑ και παρεισδύνω ΜΑ εισέρχομαι χωρίς να γίνω αντιληπτός ή με επιτηδειότητα και δόλο ή κατά λάθος αρχ. 1. εισδύω και βαθμηδόν εξαπλώνομαι («παρεισέδυ εἰς τὴν πόλιν ἀργύρου καὶ χρυσοῡ ζῆλος», Πλούτ.) 2. εισέρχομαι στο βάθος τών νοημάτων, κατανοώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”